- ἀξιωματικούς
- ἀξιωματικόςdignifiedmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλόγερας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Αγρίνιο. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και τραυματίστηκε στη Ναύπακτο και στην Καλιακούδα. Διακρίθηκε στη μάχη του Πετροχωρίου εναντίον του Αλβανού Τσέλιο Πίτζαρη και ακολούθησε τον Δημήτριο… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
πάλλικες — Οι νέοι που υπηρετούσαν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες στο Βυζάντιο. Αργότερα οι π. λέγονται παίδες. Όλοι οι μισθωτοί αξιωματικοί και στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι να έχουν, με έξοδά τους, στην υπηρεσία τους έναν π. Οι απορότεροι στρατιώτες … Dictionary of Greek
Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από … Dictionary of Greek
Κολτσάκ, Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς — (Aleksandr Vasiliyevich Kolchak, 1874 – 1920). Ρώσος ναύαρχος. Κατατάχθηκε το 1891 στο πολεμικό ναυτικό και τα έτη 1900 και 1912 συμμετείχε σε διάφορες εξερευνητικές αποστολές στον Αρκτικό ωκεανό. Διακρίθηκε στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (1904 5),… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Νεότουρκοι — Εθνικό, μεταρρυθμιστικό κίνημα των Οθωμανών, το οποίο φιλοδοξούσε να μετεμφυτεύσει στην Τουρκία τα ευρωπαϊκά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Η κίνηση ξεκίνησε από την εποχή των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του σουλτάνου Σελίμ Γ’ (1789 1807),… … Dictionary of Greek
έλας — (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Ένοπλες δυνάμεις της αντιστασιακής οργάνωσης EAM κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, που αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ανταρτική δύναμη στα χρόνια της Κατοχής. Ο πρώτος πυρήνας του μελλοντικού… … Dictionary of Greek